- πακτίδος
- πᾱκτίδος , πηκτίςstringed instrumentfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρυσότερος — τέρα, ον, θηλ. και ιων. τ. έρη, Α (συγκριτ.) πιο χρυσός, πιο πολύτιμος κι από τον χρυσό («πολὺ πακτίδος ἁδυμελεστέρα, χρυσοῡ χρυσοτέρα», Σαπφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός + κατάλ. τερος* τού συγκριτ. βαθμού] … Dictionary of Greek